Ανοίγουμε τη σκηνή με τον θετό αδερφό και τη θετή αδερφή να μπαίνουν απλά στα αμήχανα σκαμπίλια του πάθους, μπλεγμένα σε ένα σν σν σ ε σ σ σ σ σ σ ε σ σ σ ε σ ε σ σ σ μ μ μ β σ σ σ σ σ ένα ε. Ο θετός αδερφός χώνει ρυθμικά τους γοφούς του ενώ βογκάει από ηδονή, πάνω μου.